- μπουμπουνητό
- τό1) гром, грохот; 2) раскат (грома, орудия)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουμπουνητό — το 1. βροντή 2. πολλές συνεχείς βροντές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουμπουνίζω, κατά τα ουσ. σε ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek
μπουμπουνητό — το η βροντή: Έμεινα ξάγρυπνος από τα μπουμπουνητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
μπουμπούνισμα — το [μπουμπουνίζω] μπουμπουνητό … Dictionary of Greek
πογκρόμ — Ρωσική λέξη που σημαίνει καταστροφή. Με τη λέξη αυτή χαρακτήριζαν λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον των Εβραίων, που τις προκαλούσε η τσαρική αστυνομία. Γενικά, π. λέγονται οι ομαδικοί διωγμοί των Εβραίων. Πογκρόμ: φωτογραφία του 1938 που δείχνει τις… … Dictionary of Greek
βροντή — η 1. ο κρότος που συνοδεύει την αστραπή, το μπουμπουνητό: Η ανοιξιάτικη βροχή συνοδευόταν από βροντές και αστραπές. 2. ισχυρός κρότος, πάταγος: Πολλές φορές ακούγονται βροντές τη νύχτα από το σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόντος — ο 1.ο ήχος της βροντής, το μπουμπουνητό. 2. ισχυρός, παταγώδης κρότος που παράγεται από πτώση: Ακούστηκε μεγάλος βρόντος όταν έπεσε από τη σκάλα. 3. φρ., «στο βρόντο», στα χαμένα, άσκοπα, ανώφελα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουμπούνισμα — το η βροντή, το μπουμπουνητό: Από τα πολλά μπουμπουνίσματα δεν ακούσαμε τον πυροβολισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)